- επιδεσπόζω
- ἐπιδεσπόζω (Α)εξουσιάζω ολοκληρωτικά («τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι κἀπιδεσπόζει στρατῷ», Αισχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κἀπιδεσπόζει — ἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζω to be lord over pres ind mp 2nd sg ἐπιδεσπόζει , ἐπιδεσπόζω to be lord over pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)